Νομικά: Κοινωνία των Πολιτών και Εθελοντισμός

Συστατικό στοιχείο της εν γένει κοινωνικής προσφοράς αποτελεί ο εθελοντισμός. Αντιστοίχως, η κοινωφελής προσφορά της κοινωνίας των πολιτών πραγματώνεται κυρίως  δια των εθελοντών και της εθελοντικής εργασίας. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι ειλικρινά παράδοξο ότι στις ευρύτατες νομοθετικές ρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, ρυθμίσεις που έχουν σχεδόν εξαλείψει σήμερα το έθιμο και το λεγόμενο “φυσικό” δίκαιο, δεν έχει βρει θέση και απουσιάζει τόσο εμφατικά μία σπουδαιότατη έκφανση της κοινωνικής μας δραστηριότητας.

Η κατανόηση της έννοιας της εθελοντικής εργασίας χαρακτηρίζεται εξόχως σημαντική διότι οι συνέπειες χαρακτηρισμού μιας εργασιακής σχέσης ως εθελοντική ή εξαρτημένη (μισθωτή) είναι ιδιαιτέρως σοβαρές. Παρόλο που στην εθελοντική εργασία εφαρμόζονται αναλογικά και κατ’ απόκλιση[1] μόνο οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προσομοιάζουν σε αυτή, σε περίπτωση που κριθεί ότι μία σχέση αποτελεί σχέση μισθωτής/εξαρτημένης εργασίας, τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και οφείλεται στον εργαζόμενο αναδρομικά μισθός (ή ο συνηθισμένος μισθός), ασφάλιση, αποδοχές εορτών και αδείας, χωρίς να υπολογίζονται τυχόν διοικητικά πρόστιμα. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι σε ενδεχόμενο έλεγχο ο φορέας οφείλει ο ίδιος να αποδείξει ότι η σχέση απασχόλησης είναι εθελοντική και όχι εξαρτημένη.

Με το παρόν, λοιπόν, επιχειρείται να γίνει μια σύντομη προσπάθεια να κατανοήσουμε τη φύση, τις ιδιότητες, τους περιορισμούς και τις ελευθερίες του τόσο σημαντικού για το χώρο μας θέματος της εθελοντικής εργασίας.

Εν πρώτοις, είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι η εθελοντική εργασία, ακριβέστερα εθελοντική απασχόληση, παραμένει εργασία, αντιδιαστέλλεται δε σε διάφορα σημεία της από την εργασία όπως τη γνωρίζουμε όλοι σήμερα (εξαρτημένη εργασία):

  • Η εξαρτημένη εργασία, άλλως η έμμισθη απασχόληση (σύμβαση εργασίας, έργου, παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών) παρέχεται στον εργοδότη έναντι ορισμένου αντιτίμου ενώ η εθελοντική εργασία δεν έχει οικονομικό παρονομαστή.
  • Εδώ ο όρος αντίτιμο δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα το χρηματικό αντίτιμο αλλά οποιουδήποτε είδους αντίτιμο. Η εργασία που παρέχεται έναντι παροχής σε είδος (φερ’ ειπείν τροφή, στέγη, ρουχισμός) παραμένει εξαρτημένη, δηλαδή όχι εθελοντική. Συνεπώς, για να χαρακτηρισθεί μια σχέση “εργασίας” ως εθελοντική θα πρέπει να μην προβλέπει ή υποκρύπτει οποιουδήποτε είδους αντιπαροχή που μπορεί να μεταφρασθεί σε χρήμα. Με βάση τα παραπάνω, εργασία που παρέχεται παραδείγματος χάριν σε στέγη φιλοξενίας από πρόσωπο, με αντάλλαγμα την παροχή στέγης κατά την περίοδο των χειμερινών μηνών, αποτελεί μισθωτή σχέση.

Αντιστοίχως, δωρεάν παροχή έργου ή εργασίας από πρόσωπο με προσδοκία οικονομικού οφέλους αποτελεί επίσης εξαρτημένη εργασία. Παραδείγματος χάριν, περιβαλλοντολογική μελέτη που εκπονείται αμισθί από τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό κοινωφελούς φορέα, ώστε να λάβει ο τελευταίος σχετική χρηματοδότηση για εκτέλεση έργου, με απώτερο στόχο να προσληφθεί το πρόσωπο αυτό μελλοντικά, αποτελεί επίσης γνήσια σχέση συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου.

  • Το στοιχείο της εξάρτησης αποτελεί μία επιπλέον ειδοποιό διαφορά μεταξύ εθελοντικής και εξαρτημένης εργασίας. Ενώ στην εξαρτημένη εργασία ο μισθωτός υπόκειται στις εντολές του εργοδότη σχετικά με τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας του, η σχέση αυτή, ποιοτικά, δεν συναντάται τόσο στενά στην σχέση εθελοντικής εργασίας. Το τελευταίο δεν σημαίνει ότι ο εθελοντής είναι ελεύθερος να παράσχει όπως επιθυμεί ο ίδιος τις υπηρεσίες του, υπόκειται στις οδηγίες του “εργοδότη” του και όχι σε εντολές. Κατά αυτόν τον τρόπο, εντός λογικών πλαισίων, είναι δυνατό για τον εθελοντή να μεταβάλει το χρόνο ή τρόπο παροχής της εθελοντικής του εργασίας δίχως τις κυρώσεις που προβλέπονται για τον εργαζόμενο στην αντίστοιχη σχέση εξαρτημένης εργασίας. Όλα τα παραπάνω προτείνεται να αποτυπώνονται σε έγγραφη σύμβαση που υπογράφεται από τον εθελοντή και τον οργανισμό.

Παράλληλα το Υπουργείο Εργασίας έχει δεχθεί ότι η παροχή υπηρεσιών χωρίς αμοιβή σε φιλανθρωπικό Ίδρυμα (με την ευρεία έννοια) από εθελοντικό μέλος αυτού, δεν θεωρείται γνήσια σχέση εξαρτημένης εργασίας (Έγγραφ. 2418/1993 Υπουργ. Εργασίας, ΕΑΕΔ 1994). Ο όρος «εθελοντικό μέλος» που αναφέρει η εν λόγω εγκύκλιος χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως ατυχής,  και τούτο διότι δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι για να είναι ικανό ένα πρόσωπο να παρέχει εθελοντικά τις υπηρεσίες του σε κοινωφελή φορέα θα πρέπει να είναι και μέλος αυτού.

Προς αποφυγή παρανοήσεων θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι η προσφορά υπηρεσιών σε φορέα από ωφελούμενούς του, στα πλαίσια εργασιοθεραπείας ή ψυχοσωματικής άσκησης, έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί σχέση εξάρτησης και ομοιάζει με τη σχέση εθελοντικής εργασίας με παραπλήσιες προϋποθέσεις και αποτελέσματα.


[1] Με απλά λόγια, αναλογική εφαρμογή δικαίου σε σχέσεις που δεν ρυθμίζονται από το νόμο, αποτελεί η εφαρμογή στη σχέση αυτή κανόνων που εφαρμόζονται σε όμοιες περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω στη σχέση μεταξύ εξαρτημένης εργασίας (που ρυθμίζεται από το νόμο) και εθελοντικής εργασίας (που δε ρυθμίζεται). Με τον όρο κατ’ απόκλιση εννοείται η μη εφαρμογή όλων των κανόνων που διέπουν τη “ρυθμισμένη” έννομη σχέση στη μη ρυθμισμένη, αλλά μόνο εκείνοι οι κανόνες οι οποίοι δύναται να εφαρμοστούν (π.χ. στην εθελοντική εργασία δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις για το συμφωνημένο μισθό που ορίζονται στην εξαρτημένη, διότι η εθελοντική εργασία εξ αντικειμένου δεν περιλαμβάνει μισθό).

Κώστας Μπρίλης
Νομικός

Στείλτε μας τις δικές σας απορίες (στο [email protected]) και μπορεί να αποτελέσουν το επόμενο θέμα της στήλης!

Η Ομάδα Newsletter του HIGGS

Higgs
About Higgs