“Ισχύς εν τη ενώσει”
Πολύ συχνά διερωτώμαι πώς αποβλέπουμε ως πολίτες σε μία συμπεριληπτική και ολοκληρωμένη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών δίχως να θεωρούμε πάντα αυτονόητη την έμπρακτη συμμετοχή των φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών στις θεσμικές διαβουλεύσεις. Αυτού του χώρου συμμετοχικής έκφρασης, ο οποίος περικλείει όλες εκείνες τις οργανωμένες πρωτοβουλίες, δράσεις και δομές οι οποίες μεσολαβούν μεταξύ των δημοσίων αρχών και των πολιτών με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος.
Εξ αντικειμένου οι Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών παρέχουν την ευκαιρία για την ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών στην επίλυση προβλημάτων που αφορούν στην κοινωνία στο σύνολό της. Με αυτόν τον τρόπο προάγεται ο δημοκρατικός διάλογος μεταξύ της κοινωνίας και των επίσημων αρχών του κράτους ή άλλων διακρατικών φορέων, ενώ την ίδια στιγμή παράγονται πολλαπλοί χώροι συζητήσεων, αλληλεπιδράσεων και συνεργειών για τη διαμόρφωση και εφαρμογή, τελικά, ρεαλιστικών και προοδευτικών προτάσεων πολιτικής για το κοινό καλό.
Επιπλέον, η λειτουργία της Κοινωνίας των Πολιτών στο ευρύτερο πλαίσιο της πολυσήμαντης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποσκοπεί στο να καλύψει τα όποια δημοκρατικά ελλείμματα της Ένωσης, των Κρατών-Μελών της και των Κρατών-Εταίρων της και να εμφυσήσει το πνεύμα της συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στους Ευρωπαίους Πολίτες.
Επομένως, η σημασία της συνεργασίας στο οικοσύστημα των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών ενέχει πολλαπλά οφέλη τόσο σε όρους δημοκρατικής λειτουργίας όσο και σε όρους ανάπτυξης, αλληλεγγύης και διεύρυνσης της συμμετοχής μεταξύ των πολιτών, των κοινοτήτων και των οργανώσεων στα κοινά, ενισχύοντας τη φωνή τους στο πλαίσιο συνηγορίας και διεκδίκησης για την κοινωνική αλλαγή, νοηματοδοτώντας ουσιαστικά τον όρο “Ενεργός Πολίτης” σε μία ανοικτή κοινωνία.
Τα δίκτυα της Κοινωνίας των Πολιτών, είτε έχουν τη μορφή πλατφόρμας, είτε τη μορφή της ένωσης ή ομοσπονδίας, μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν ένα αυτόνομο πεδίο δράσης έναντι του κράτους αλλά και της οικογενειακής – ιδιωτικής ζωής, ενώ είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός πως η συμμετοχή των οργανώσεων και των μελών τους σε αυτά οφείλει να χαρακτηρίζεται από την καθαρά ανιδιοτελή, αμερόληπτη και εθελοντική τους κοινωνική προσφορά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 2010 στην Ελλάδα ήρθαμε αντιμέτωποι με τη στοχοποίηση, την απαξίωση και τη λοιδορία των ελληνικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων από ένα μέρος του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου, με ενίοτε βαρυσήμαντες γενικευμένες καταγγελίες – αλλά ανυπόστατες – κατά πάντων οργανώσεων για ανορθολογική λειτουργία και μη χρηστή οικονομική διαχείριση γεγονός που στοίχισε στην αξιοπιστία και τη φήμη των οργανώσεων στα μάτια των Ελλήνων και ακολούθως στην περιθωριοποίηση του ρόλου της Κοινωνίας των Πολιτών στο δημόσιο διάλογο.
Παράλληλα, επήλθε συρρίκνωση της εθνικής θεσμικής χρηματοδότησης λόγω της προβληματικής δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, διεκόπησαν οι όποιες φοροελαφρύνσεις σε δωρητές και ανεστάλη η λειτουργία των προγραμμάτων χρηματοδότησης της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης και Συνεργασίας του Υπουργείου Εξωτερικών, γεγονός που ώθησε τις περισσότερες των οργανώσεων σε απώλεια δυνάμεων και πόρων αλλά και σε προγραμματική αναδιαμόρφωση και αναστοχασμό, αναζήτηση πολυμερών συμπράξεων και εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης, υποστήριξη και διεύρυνση συνεργασίας με επιχειρηματικούς ομίλους μέσω ΕΚΕ και εν τέλει στην εναγώνια διασφάλιση επιχειρησιακής βιωσιμότητας δίχως τη συμβολή της θεσμικής ευθύνης της πολιτείας.
Παρά τον όποιο στιγματισμό των ΟΚοιΠ, η έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης και η υποστήριξη των ευάλωτων κοινωνικά ανθρώπων κατά τα χρόνια της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης από τις οργανώσεις υπήρξε και είναι αξιοσημείωτη και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ανιδιοτελή πρωτοβουλία των εθνικών ΟΚοιΠ και των συμπράξεων που αναπτύχθηκαν από το 2010 μέχρι και σήμερα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και των ευάλωτων κοινωνικά ατόμων και πληθυσμών.
Σήμερα, μία δεκαετία μετά από την έναρξη του ελληνικού “great depression” ερχόμαστε αντιμέτωποι με πρωτόγνωρα δεδομένα που δοκιμάζουν τις αντοχές όλων των πολιτών καθώς και τα όρια των δημοκρατικών θεσμών. Η πανδημία Covid19 ήρθε με σφοδρότητα να μας υπενθυμίσει πως όλες εκείνες οι συστημικές αδυναμίες που μας ταλανίζουν επί δεκαετίες ως πολίτες και ως χώρα είναι ακόμα εδώ και συνεχίζουν να συντελούν απρόσκοπτα στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η επόμενη μέρα πρέπει να μας βρει ενωμένους και ενωμένες στην προσπάθεια επαναφοράς της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στην κανονικότητα. Η έννοια της συνεργασίας έχει βαρύνουσα σημασία και για αυτό τον λόγο θα έπρεπε ήδη να ετοιμάζουμε το κατάλληλο έδαφος, έναν κοινό τόπο συνεννόησης και συντονισμού, όπου οι οργανώσεις να μπορούν να συνεργαστούν αμερόληπτα και ακηδεμόνευτα με γνώμονα την κοινωνική ανάκαμψη και πρόοδο.
Οι Γιατροί του Κόσμου πιστεύουν ότι οι εκφραστές της Κοινωνίας των Πολιτών οφείλουν να στηρίζονται στο δίκαιο, στις δημοκρατικές αρχές και στην προώθηση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, της ελευθερίας έκφρασης, της συνδικαλιστικής ελευθερίας και αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό από όσους στοχοποιούν και λοιδορούν τις πρωτοβουλίες και τα ενεργά και υγιή κύτταρα της Κοινωνίας των Πολιτών ότι παρά την ανεξαρτησία της από το κράτος, οι οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας χώρος δίχως δίκαιο, αντιθέτως οι ΟΚοιΠ εδραιώθηκαν περαιτέρω από τις προσπάθειες της Κοινωνίας των Πολιτών, στο να διασφαλίσουν μία ισχυρή «μη κυβερνητική» εγγύηση για τη κοινωνική συνοχή και τα ατομικά δικαιώματα, την ελευθερία του ατόμου και τις ίσες ευκαιρίες για όλους.
Πάντοτε υπάρχει ένας δεύτερος φωτεινός δρόμος και οι οργανώσεις είμαστε εδώ για να τον ανοίξουμε από κοινού και να πορευτούμε δίνοντας πρόσβαση σε όλους όσους αναζητούν ένα ξέφωτο προστασίας και διασφάλισης των βασικών τους δικαιωμάτων.
Ευγενία Θάνου
Γενική Διευθύντρια
Γιατροί του Κόσμου